ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τετάρτη 17 Απριλίου 2024

Ελένη Μπάλιου-Klemm - Ιστορίες πολέμου και ειρήνης

«H αδιάκοπη μάχη μεταξύ των αντιθέτων»

Γράφει ο Δημήτρης Φιλελές

 

Ελένη Μπάλιου-Klemm: «Ιστορίες πολέμου και ειρήνης», Εκδόσεις Κύμα, 2024

«Πόλεμος πάντων μεν πατήρ ἐστι, πάντων δε βασιλεύς», ο πόλεμος είναι πατέρας και κυρίαρχος των πάντων (στη ζωή του ανθρώπου), λέει ο Ηράκλειτος και χαρακτηρίζει ως «πόλεμο» την αδιάκοπη μάχη μεταξύ των αντιθέτων, που καταλήγει στη σύνθεση και στην αρμονία και, τελικά, στην ομορφιά.

Γι’ αυτόν τον πόλεμο μας μιλά η συγγραφέας Ελένη Μπάλιου μέσα από τη νέα συλλογή διηγημάτων της, με τίτλο «Ιστορίες πολέμου και ειρήνης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κύμα.

Ιστορίες ανθρώπινες, πλημμυρισμένες από έντονα συναισθήματα, με πρωταγωνιστές τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, με τη σωστή κάθε φορά δόση της τρυφερότητας αλλά και της πίκρας της καθημερινής ζωής. Μάχες σώμα με σώμα με τη σκληρή πραγματικότητα μέχρι να νικήσει η ομορφιά.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο ενότητες.

Στην πρώτη, με τίτλο Ταραγμένες ζωές σε καιρούς πολέμων, η συγγραφέας εστιάζει σε ιστορίες ανθρώπων σε δίσεκτους καιρούς, όπως τα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού και η μαύρη δεκαετία του διχασμού που τα ακολούθησε, αλλά και τα χρόνια της εφτάχρονης δικτατορίας. Τα περιστατικά διαδραματίζονται στην αγαπημένη της όσο και πολύπαθη λαϊκή συνοικία της Καισαριανής.

Από το πρώτο κιόλας διήγημα, τις Πρίμουλες της Άννας, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν, η συγγραφέας την περιγράφει με τα πιο ζωντανά χρώματα της μνήμης, αλλά και με τον φόβο ότι «θα έρθει μια μέρα που ακόμα και οι τρύπες από τα όπλα στους τοίχους της Καισαριανής δεν θα σημαίνουν τίποτα για τις νεότερες γενιές», επειδή οι εχθροί της ελευθερίας προσπαθούν «να πείσουν τα παιδιά μας πως για τη δυσχερή θέση τους φταίνε οι δικές μας αξιώσεις» μέχρι «να τα ρίξουν στο κυνήγι ενός ανύπαρκτου θησαυρού».

Ο Τζωρζ, The good παιδί, ο μετανάστης που επέστρεψε από την άλλη άκρη του Ατλαντικού με τον αέρα του αμερικάνικου ονείρου που έθαψε τα δικά του οράματα, ο φοβισμένος και συμβιβασμένος παροιμιώδης ανθρωπάκος, μόνο όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη συντριπτική αλήθεια, αντιλαμβάνεται ότι «δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσεις τη μνήμη του αίματος».

Το παραδεισάκι, το σπίτι της Χαρούλας της Σμυρνιάς, που αντιστάθηκε και άντεξε στα βάναυσα χτυπήματα της αντιπαροχής, με την κληματαριά που δεν έπαψε στιγμή να πρασινίζει, είναι η προσωποποίηση των παιχνιδιών που παίζει η ζωή και των συμπτώσεων που, σπάνια, μπορεί να είναι και ευχάριστες.

Καισαριανή, αγάπη μου, ποτισμένη με το αίμα και τον ιδρώτα της προσφυγιάς, με το αίμα που κυλάει βουβό και γράφει την ιστορία, σφιχτά πιασμένη στη μέγγενη της εγκατάλειψης ή του εκσυγχρονισμού, παλεύεις με όση δύναμη σου έχει απομείνει για να μη λυγίσεις.

Η κυρία Ευγενία, η τρελή μάνα του τρελού παιδιού, του Μέμου, που μια φασιστική ριπή έκοψε το νήμα της ζωής του, είναι η ζωντανή ιστορία που δίνει τη μάχη μέχρι τέλους για να μη βουλιάξει η αλήθεια στη σιωπή.

Με Τα χαμένα παιδιά ολοκληρώνεται η πρώτη ενότητα. Τα λησμονημένα παιδιά των ιδρυμάτων, παιδιά ενός κατώτερου θεού, αντικείμενα άθλιας εκμετάλλευσης, στην πονετική Καισαριανή βρίσκουν μια ζεστή αγκαλιά να στεγάσουν τη μοναξιά και την εγκατάλειψη που γνώρισαν από τη στιγμή που ήρθαν στον κόσμο. Για λίγο όμως. Γιατί όταν οι προστάτες τους φεύγουν από τη ζωή, οι μάσκες πέφτουν και οι νόμοι κλείνουν τα μάτια και τα αυτιά στον λόγο υπέρ αδυνάτου.

Η δεύτερη ενότητα έχει τίτλο Ταραγμένες ψυχές σε καιρούς ειρήνης.

Το νυχτοπούλι και η γυναίκα συνταιριάζουν το φανταστικό με το πραγματικό και, όπως συμβαίνει στη λαϊκή μας παράδοση, το πουλί με ανθρώπινη φωνή διατυπώνει την πικρή αλήθεια για τους ανθρώπους: «Όταν δεν θα ’χει απομείνει τίποτα να καταστρέψουν, θα στραφούν στους εαυτούς τους. Και μόνο τότε θα καταλάβουν ότι οι κήποι της ευτυχίας δεν φυτρώνουν από μόνοι τους. Και για να συνεχίσουν να ζουν, πρέπει να μάθουν να καλλιεργούν, να ξεχορταριάζουν, να φυτεύουν».

Συγκλονίζει η Σούλα, η ιστορία της ζωής και του αναπάντεχου τέλους του Τάσου, ενός ανθρώπου που τόλμησε να σπάσει τους φραγμούς του καθωσπρεπισμού, πληρώνοντας το βαρύ τίμημα μιας ξέφρενης πορείας σε μια κοινωνία που αποδέχεται μόνο τις υπόγειες συναλλαγές και όχι την εντιμότητα και τις καθαρές εξηγήσεις.

Παράξενος άνθρωπος ο Αντώνης που μιλάει με τα ζώα και απεχθάνεται τη συζήτηση με τους ανθρώπους. Και ακόμα πιο παράξενη Η ταράτσα του Αντώνη, όπου φιλοξενούνται παράξενα κατοικίδια ζώα. Είναι παράταιρος και απόβλητος, είναι ακατανόητος και από άποψη μοναχικός, είναι ο εύκολος στόχος μιας ανάλγητης συντηρητικής κοινωνίας που τρομάζει και ασυλλόγιστα καταγγέλλει καθετί διαφορετικό. Αλλά κι εκείνος, ψύχραιμος και ανυποχώρητος, δίνει έξω απ’ τα δόντια τη δική του αποστομωτική απάντηση: «Πουτάνες, καριόλες, σιχάματα τη φύσης, που κάνετε τους φιλάνθρωπους για να πάρετε άφεση αμαρτιών. Κωθώνια, σκατάνθρωποι, γουρούνια, δεν αφήνετε έναν άνθρωπο στην ησυχία του».

Για να πάρει τη σκυτάλη της πικρής ειρωνείας Το φυλαχτό της Γκόλφως, η οποία κατάλαβε τα σημάδια του ονείρου και «πως το κακό έρχεται απ’ τη θάλασσα κι όσο αθώο κι αν φαίνεται, αθώο δεν είναι» και αποφάσισε με βεβαιότητα να διαμαρτυρηθεί για τη βρώμα στον καταυλισμό των ξένων. Κι αν τελικά την κατάπιε η θάλασσα, έμεινε πίσω η ανιψιά της, που κι αυτή δεν αντέχει να ακούει για καταυλισμούς, ναυάγια και πνιγμένους, για να γράψει την ιστορία της ευσεβούς θείας της.

Ελένη Μπάλιου-Klemm

Από τη ζωή μας όμως δεν μπορεί να απουσιάζει ούτε το χιούμορ ούτε η αίσθηση της πραγματικότητας. Αυτά τα δυο αναμειγνύονται στη σωστή δοσολογία στο διήγημα Ένεκα η παράδοσις με πρωταγωνιστή τον Νώντα και τις λαϊκές ατάκες του, όπως: «Βγες έξω να δοκιμάσεις λίγη χυλόπιτα και ίσως τότε μάθεις κάτι για το ασθενές φύλο, να ’ούμε» και «Ο άνθρωπος είναι σαν τα μηχανάκια. Τα δουλεύεις, ζουν. Δεν τα δουλεύεις, σαραβαλιάζουν».

Ο βράχος που χάθηκε, είναι μια πρωτότυπη ιστορία περιπλάνησης ή και παραπλάνησης που μας ταξιδεύει μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Κρατώ μια φράση που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: «Δώσε σημασία στ’ αυτιά σου. Υπάρχουν πράγματα που ακούς και παραμερίζεις. Όλοι το κάνουμε αυτό. Γιατί αν συγκρατούσαμε όλα όσα ακούμε, θα είχαμε τρελαθεί».

Ένα Ραντεβού στη Βιέννη μπορεί να γίνει το άπιαστο όνειρο, επειδή η αναβλητικότητα δεν αφήνει τους περισσότερους ανθρώπους ούτε να εκτιμήσουν σωστά τις καταστάσεις ούτε και να ζήσουν το σήμερα δίχως αύριο. Κι όταν η ζωή, που έχει πάντα τον τελευταίο λόγο, έρχεται την πιο απρόσμενη στιγμή να σκορπίσει σε συντρίμμια το όνειρο, η μεγαλύτερη επιθυμία μεταμορφώνεται σε ανάμνηση που μας στοιχειώνει για πάντα.

Είναι όμως η ίδια η ζωή με τις σατανικές συμπτώσεις της που ενώνει εξίσου απροσδόκητα τους ανθρώπους που «δεν βρήκανε το θάρρος να ξεκολλήσουν από τη ντροπή της φιλίας και να ομολογήσουν τα αισθήματά τους». Αυτό συνέβη Κάποια ζωή, κάποια Χριστούγεννα στην Ελένη και τον Στέφανο, που τελικά περπάτησαν μαζί «μέχρι το σπίτι του και μετά μέχρι τον ουρανό!»

Ένα ταξίδι τελειώνει τη στιγμή που ένα άλλο ταξίδι αρχίζει. Με Ωτοστόπ «το ταξίδι μπορεί να είναι μεγάλο ή μικρό. Δεν ξέρεις πόσο θα κρατήσει ούτε αυτό ούτε η διαδρομή με τον ευγενικό οδηγό». Όλα και όλοι κινούνται σε μια ατέρμονη λωρίδα που χάνεται τόσο στον παρελθόν όσο και στο μέλλον. Κι εσύ «κουβαλάς στον ώμο ένα σακίδιο που φαίνεται να περιέχει όλη τη ζωή σου. Στην πραγματικότητα είναι γεμάτο σκουπίδια. Άχρηστα πράγματα που φυλάς για λόγους συναισθηματικούς. Και είναι ό,τι έχεις και δεν έχεις».

Με αφήγηση άλλοτε τριτοπρόσωπη ρέουσα και άλλοτε πρωτοπρόσωπη ζωηρή, με διαλόγους έντονους και αληθινούς, με διαπεραστικές αλήθειες και εικόνες ολοζώντανες, η Ελένη Μπάλιου μας παρασύρει στον κόσμο της γραφής της, όπου το βίωμα και η μυθοπλασία συγχωνεύονται αξεχώριστα και μας προσφέρουν την τέρψη όχι μόνο της ανάγνωσης αλλά και της γνώσης, ώστε να βρούμε τον τρόπο και τον δρόμο, μέσα από διαδρομές δαιδαλώδεις και δύσβατες, να φτάσουμε στην ποθητή  ομορφιά.


Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Η αδιάκοπη μάχη των αντιθέτων


Κυριακή 14 Απριλίου 2024

νñKος Θ. Ϡαναγιωτάρας – ἐԯ’ αὐϯѻфώϱῳ – MIA OLBIA EBϪOMAϪA...

 #διαβάζω_για_σένα

Ο ποιητής νñKος Θ. Ϡαναγιωτάρας 




MIA OLBIA EBϪOMAϪA METAY ANOIJC 

KAI фʘINOӅWPOY + 1 MEPA

 

 

Την κρεμάστρα έντυσα με την λαγνεία,

μια ιδέα γυναίκας θελκτικής

Γιατί περνάνε τα χρόνια τ’ ανυπάκουα

με την ντουλάπα ανοικτή

Γιατί είναι κόλαση και φρίκη οι σκοτωμένες νύχτες

οι ανέραστες στο κομοδίνο μάσκες…

 

 

Κοντά στα δυο στήθη της Σαλαμίνας

δυο ξηγημένοι νέγροι αυτοκτόνησαν

Κι άλλοι έγχρωμοι πόνεσαν – λαϊκοί, τσιγγάνοι

        με τις πόρτες πίσω τους κλειστές.

Ο Λόπε Ντε Βέγκα, μετά από τόσες γυναίκες

ζει μονάχος του το duende της Ισπανίας…

 

 

Ίσως να βρεις εδώ ό,τι νόμισες χαμένο

ίσως σου μιλήσουν τ’ άστρα που καθρεφτίζονται στο Αιγαίο

Όχι πως έχουν λόγο τα χαμένα να βρεθούν,

όχι πως κατά βάθος είναι χαμένα

Αλλά γιατί πάντα επιστρέφουν εκεί απ’ όπου ξεκίνησαν,

γιατί κέρδος φορές είναι μόνον η ζημία…

 

 

Ξέροντας πως δεν θα γινόταν τίποτε το εξαίσιο

η Ναυσικά θέλησε να γίνει θεσπέσιο φρούτο – λωτός.

Το φεγγάρι μας πρόδωσε, σκίστηκε στο καμπαναριό της Καρακαντούς   

η Κασσιφόνη θρηνεί το φευγιό του πατέρα της,

Υπάρχει ένα κυνόροδο στον κήπο της, η σκιά του φυγομαχεί,

μας κλέβει την θέα του παλλόμενου στήθους της…

 

 

Ο Σύντροφος κι οι σύντροφοί του μας πούλησαν ευθαρσώς

για μια θέση στο δημόσιο, για μια βόρεια αλλοδαπή

Έκαστος για την πάρτη του κι ο καφές βαρύς γλυκός,

ξεθυμασμένο ουίσκι και τσιγάρα duty free

Σ’ αντίθεση με το καθάριο νερό της Κασταλίας

κι εκείνο το θαρραλέο άνθισμα της μυγδαλιάς τον Γενάρη…

 

 

Ο τάπητας της δικαιοσύνης φορές γλιστράει, μπερδεύει τον βηματισμό

τις προθέσεις της ενάγουσας και του εναγόμενου

Που σκηνοθέτησαν την κλοπή των οργάνων αλήθειας,

την χρυσή του έαρος μέθη πριν την είσοδό μας στην Απέλλα,

Ω! λύρα μου Απολλώνια, γλυκά της Θέμιδας μάτια

άλλος θα χαίρεται μετά το ‘δια ταύτα’ το κάρπισμα του έρωτά σου…

 

 

Στα ερείπια κορμιά μας συχνάζουν οι ενεστώτες ηδονής,

αιμομιξίες στα ψηφιδωτά και τα χαλάσματα με διάφανη

συνείδηση.

Είδηση η ευτυχία των στείρων γυναικών των δύσκολων καιρών

της πάλαι ταλαιπωρημένης-καθυστερημένης δημοκρατίας,

Ευγενές μέταλλο από φύση της – πολύτιμη – άκρως ελληνική,

μον’ που της έκλεψαν την ιδιότητα της αυτοπροστασίας της…

 

 

…να ψαύσω πως μίαν αλήθεια μέσα στα τόσα

ψέματα,

 

Τώρα που πλημμύρισε απιστία

ο θώκος τους,

 

Απληστία κι αμφιβολία 

τα μάτια μας;

 

                                                      vñKos  Ѳ. ϠavayıѠꞆáas

 

 

Απόσπασμα από το ποιητικό έργο ἐԯ’ αὐϯѻфώϱῳ


νñKος Θ. Ϡαναγιωτάρας – ἐԯ’ αὐϯѻфώϱῳ – Και τι μ’ αυτό;

 #διαβάζω_για_σένα

Ο ποιητής νñKος Θ. Ϡαναγιωτάρας



Και τι μ’ αυτό;

 

 

Και τι μ’ αυτό;

 

 

Ο Μιχαήλ Άγγελος γνώριζε να κινείται επιδέξια

επάνω στην σιωπή – αθόρυβα

λες και ήταν χορευτής,

ο Δομίνικος πάλι, ήξερε να δίνει χρώμα

σχήμα στο σκοτάδι – χέρι υφάδι

με μια και μόνο άνασσα ανάσα πινελιά.

 

 

Σχεδόν πλήρης ημερών κι ολίγον τι αμβλύνους

χάθηκε ένα πρωί ο τρελός από έρωτα της Πρέβεζας·

χάθηκε κι ο Έντγκαρ Άλαν Πόε.

 

 

Έγειρα στο παράθυρο κάτι ν’ ακούσω, κάτι να πω,

μα τελικά δεν ήταν αυτό που εννοούσα   

κι έτσι χαμογελώντας χάθηκα στους διαδρόμους

του μουσείου του νου μου…

 

 

Σαν σκιά μιας λυπητερών πρελούδιων του Μπαχ και του Σοπέν 

ξεπετάχτηκε μέσ’ από δυο κεράσια χείλη

που ‘ρθε με την σειρά της να υπηρετήσει

την μοναξιά του ποιητή  και καλλιτέχνη

και μίαν ακριβή ελπίδα που ακούει στο όνομα Θυία…

 

 

Τσιγγάνικα βιολιά, χωρίς αμφιβολία, φορές σειρήνες,

φορές νεράιδες, πιστέψαμε στους ήχους

όσον και στα ταρρό της μοίρας, στο θρόισμα

των φύλλων·

Ασημώνουμε με την ζzωή μας για να γνωρίσουμε

την Αλήθεια, να φτάσουμε στον Αχέροντα.

 

 

Και τί μ’ αυτό;

 

 

Ο Πραξιτέλης εμφύσησε zζωή στο μάρμαρο της Πάρου

στην άψυχη πέτρα –

γνώριζε για θάνατο και πόθο, γνώριζε…,

λες και ήταν ποιητής,

μα πιότερο για όλα τούτα γνώριζαν

η Φρύνη και η Σαπφώ.

 

 

Έγειρα στα χείλη τους κάτι ν’ ακούσω, να ψιθυρίσω κάτι

μα δεν μου ‘βγαινε όπως εγώ το εννοούσα

Κι έτσι, λυπημένος, με μια υγρή ικμάδα απογοήτευσης

διευθέτησα το μαξιλάρι μου

και γύρισα πλευρό…

Σαν χάδι ανέμου βγήκε η ανάσα

και γυρνώντας στα στήθη τους επάνω

θυμήθηκαν το μαράζι του έρωτα κρυμμένο βαθιά στα όστρακα,

εκεί που η θάλασσα στη στιγμή έγινε γυναίκα,

να υπερασπίσει τον Αίτιο λόγων και έργων

Πριν το λάγνο της Κακίας σώμα – θηλυκότατο –

εξαντλήσει τους αμέτρητους πόθους

και μεγαλουργήσει στ’ όνομα μιας ακόρεστης ισόθεης

Ηδονής.

 

 

Σχεδόν πλήρης ημερών, κι ολίγον τι αμβλύνους

Χάθηκε μαζί με τις κόρες του και την κυρά Φροσύνη

ο Αριστοτέλης της Λευκάδας,

χάθηκε κι ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στο Βιθνάρ,

 

 

Και τι μ’ αυτό;

 

 

Ο Τ.Σ. Έλιοτ προδόθηκε – απατήθηκε εις γνώσιν του

από μια γυναίκα – σχεδόν κατά δική του – νυμφομανή·

για άλλους λόγους προδόθηκε κι ο τρελός της Κρήτης.

 

 

Κατά που ν’ απλώσουνε τα χέρια τους τώρα που

δεν τους λογαριάζουν οι γυναίκες τους –

Όλοι μας ναυάγια – σαν τις σκέψεις τους

που βρίσκουν κόντρα στα ‘θέλω’

και στα ‘πρέπει’ τους,

 

 

Δεν είναι τρόπος αυτός να τελειώσει ο Κόσμος:

μεταξύ πάθους και ουσίας – (συν)ουσίας κι ανάγκης, 

μεταξύ δημιουργίας και δύναμης,

μεταξύ ιδέας θανάτου κι ανάστασης,

 

 

Αφήστε την αψεγάδιαστη ψυχή να πιεί,

να τραγουδήσει,

αφήστε την καλλιρέεθρο κούπα της ματαιότητας να κυλήσει,

να σπάσει,

αφήστε να κλάψουν οι φιλήσυχοι ουρανοί… 

 

 

Η Αλήθεια θα είναι πολύ μακριά

καλά κρυμμένη στο Ιδαίο Άντρο,

όχι μ’ ένα κλάμα μηδέ μ’ έναν λυγμό,

Χρυσοσκαλίτισσα και Δροσιανή,

Χρυσοσπηλιώτισσα, κι εσύ Παναγία Τρυπητή, σας

θυμάμαι…

στην είσοδο της Χρυσοπηγής κι αυτή της Σουμελά·

εκεί που ο άνεμος καλά κρατεί.

 

 

Και τί μ’ αυτό;

 

 

Το σώμα ξέρει για το πανέρι με τις ηδονές,

για το ζευγάρωμα των πουλιών πίσω από τα

φρύγανα και τις φτελιές,

για τα δώρα των κιρκάδιων εραστών, για

το ύστατο πέταγμα των λαβωμένων αετών,

για τον χορό των ερωδιών…

Το σώμα ξέρει.

 

 

Έγειρα στην θάλασσα κάτι ν’ ακούσω, κάτι να πω

μα δεν ήταν αυτό που εννοούσα,

κι έτσι, ολομόναχος αγρύπνησα στις ανήλιες

της Μεσογείου ακρογιαλιές…

Σαν ταξιδιώτης εξαντλημένος, χορταριασμένος

στην σκέψη και στα λόγια

με προορισμό εσένα ανθισμένη Λήθη

Ήρθα να προλάβω το Δοξαστικό να ηχεί

από την ψυχή της Πάτμου,

Κι εκείνη τη θύσιμο τη μνήμη

την υπομονητική που γεννά για την ιμερτή την λησμονιά…

 

 

Αν την ζzωή περνούσα triumphantly,

νικηφόρος,

θα μπορούσα να γεννήσω έναν νέο νῆΚο νήκεστο…, λυτρωτή!

 

 

Έλα όμως που μύρισε Μοριάς και Σμύρνη

κι ήρθα στην zζωή παναγιωτάρας ελάσσονας,

με υπομονή σαν την Μνήμη,

να γεννήσω για την Τέχνη… δικαίωση!

– θέωση…! 

 

 

Κι όλοι μαζί

να εξιλεώσουμε τα θεία·

αγίων κι αγγέλων προσμονή,

όλοι μαζί να γκρεμίσουμε τους φράχτες

που χωρίζουν τις ψυχές…, άλλες

Στην Κόλαση κι άλλες στον Παρ(άδης)ο.

Αυτή είναι η ονοστή Τέχνη του ζην όπως την πήρα

από τους γονείς μου,

κι Εσείς από τους Δικούς σας – παιδιά νόμιμα

και μη, Παιδιά αγάπης.

 

 

Η Αλήθεια είναι μέσα μας·

Μέσα μας και η Ελευθερία!



vñKos  Ѳ. ϠavayıѠꞆáas 

Απόσπασμα από το ποιητικό έργο ἐԯ αὐϯѻфώϱῳ